- καταπλάσσω
- καταπλάσσω (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω)βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνωμσν.1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι2. επινοώ κάτι, σοφίζομαιαρχ.1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπλασμένος, -η, -ονπροσποιητός, πλαστός, φτειασιδωμένος, ψεύτικος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταπεπλασμένονο τεχνητός ήχος που παράγεται με την έμφραξη τών υψηλότερων φθόγγων τού αυλού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πλάσσω «πλάθω»].
Dictionary of Greek. 2013.